- Γασμούλοι
- Ονομασία με την οποία χαρακτήριζαν οι Βυζαντινοί, κυρίως στην Πελοπόννησο, τα άτομα που είχαν γεννηθεί από γάμους Ελλήνων και Φράγκων. Πιθανότατα ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη gas, έναν παλαιότερο τύπο της λέξης garçon (δηλαδή αγόρι) και τη λατινική λέξη mulus (μουλάρι ή μούλος, με ευρύτερη έννοια). Φαίνεται ότι οι Γ. αποτελούσαν ένα ιδιαίτερο κοινωνικό στρώμα το οποίο δεν συγχωνεύτηκε ποτέ απόλυτα με τον υπόλοιπο ελληνικό πληθυσμό. Ο βυζαντινός συγγραφέας Παχυμέρης αναφέρει γι’ αυτούς ότι συνδύαζαν τη σωφροσύνη των Ελλήνων με την ορμητικότητα και την αυθάδεια των Λατίνων. Απάρτιζαν ξεχωριστό σώμα του βυζαντινού στρατού και προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες για την αναδιοργάνωση του αυτοκρατορικού στόλου, αλλά η φυλετική και κοινωνική τους ιδιομορφία τούς είχε καταστήσει στοιχεία απείθαρχα και τυχοδιωκτικά, τα οποία έπαιρναν μέρος σε όλες τις εσωτερικές αναταραχές που συγκλόνιζαν το βυζαντινό κράτος. Κορυφαίος Γ. της βυζαντινής στρατιωτικής ιεραρχίας ήταν κατά την εποχή της βασιλείας του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου (1282-1328) ο Γεώργιος Σγουρομαλλαίος. Ήταν απόγονος της παλαιάς βυζαντινής οικογένειας των Σγουρών από το μέρος του πατέρα του και του οίκου Ντε Μεγί (de Mailly) από τη μητέρα του, και είχε το αξίωμα του πρωτοστράτορα του αυτοκράτορα στην Πελοπόννησο. Πρόκειται ίσως για τον Sguro-Maly ή Sguro-Mailly, ο οποίος αναφέρεται από χρονικογράφους της εποχής ως αρχηγός του βυζαντινού ιππικού στον Μιστρά. Οι Γ. υπηρετούσαν στις τάξεις των βυζαντινών δυνάμεων, κυρίως στον στόλο, έως την πτώση της αυτοκρατορίας.
Dictionary of Greek. 2013.